- λυκοφωλιά
- η1. φωλιά λύκου, λυκότρυπα2. μτφ. οικογένεια ή ομάδα κακοποιών στοιχείων, ανθρώπων αιμοβόρων και αρπάγων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκοφωλιά — η 1. ηφωλιά του λύκου. 2. μτφ., χώρος όπου συχνάζουν επικίνδυνα άτομα: Οι καφετέριες αυτής της περιοχής είναι λυκοφωλιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek